Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάνω γύρο

  • 1 обойти

    обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ
    * * *
    1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω
    2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι
    ••

    обойти́ молча́нием — αποσιωπώ

    Русско-греческий словарь > обойти

  • 2 обходить

    обходить
    несов
    1. (вокруг чего-л.) κάνω γΰρο:
    \обходить караулом περιέρχομαι μέ τήν περίπολο, περιπολώ·
    2. (побывать в разных местах) ἐπισκέπτομαι, περιέρχομαι, φέρνω γύρο·
    3. (распространяться) διαδίδομαι, κυκλοφορώ·
    4. (огибать) παρακάμπτω, περνώ δίπλα, προσπερνώ·
    5. (избегать, уклоняться) παρακάμπτω:
    \обходить щекотливый вопрос παρακάμπτω λεπτό ζήτημα· \обходить закон παρακάμπτω τό νόμο· \обходить молчанием ἀποσιωπώ·
    6. (опережать) разг προσπερνώ κάποιον·
    7. (обманывать) разг ἐξαπατώ γελώ κάποιον ◊ \обходить противника ὑπερφαλαγγίζω τόν ἀντίπαλο.

    Русско-новогреческий словарь > обходить

  • 3 крюк

    крюк
    м
    1. ὁ γάντζος, τό τσιγκέλι, ἡ ἀρπάγἡ2. (окольный путь) ἡ στροφή, ὁ ἐλιγμός:
    сделать \крюк κάνω γῦρο, κάνω κύκλο.

    Русско-новогреческий словарь > крюк

  • 4 объезд

    объезд
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ βόλτα, ἡ παράκαμψη [-ις] / ἡ περιοδεία (во многих местах):
    ехать в \объезд κάνω κύκλο, κάνω γύρο·
    2. (место) ἡ στροφή.

    Русско-новогреческий словарь > объезд

  • 5 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 6 обводить

    обводить
    несов
    1. (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον
    2. (обносить) περιβάλλω / περιφράζω, περιτιοχίζω (забором и т. п.)·
    3. (по контуру, окаймлять) χαράζω (или σχεδιάζω) τό περίγραμμα, περιγράφω:
    \обводить чертеж ту́шыо περνώ τό σχέδιο μέ σινική μελάνι.

    Русско-новогреческий словарь > обводить

  • 7 обход

    обход
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ γύρα, ἡ περιοδεία:
    делать \обход (о враче) ἡ ἐπίσκεψη γιατρού στους ἀσθενείς· ночной \обход ἡ ἐφοδεία·
    2. (окольный путь) ὁ γύρος, ἡ παράκαμψη:
    идти в \обход а) κάνω γύρο, παρακάμπτω, б) воен. περιπολώ·
    3. воен. ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]· ◊ \обход закона ἡ παράκαμψη νόμου.

    Русско-новогреческий словарь > обход

  • 8 обводить

    [αμπβαντίτ*] ρ. κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον, περιφράζω

    Русско-греческий новый словарь > обводить

  • 9 обводить

    [αμπβαντίτ'] ρ κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον, περιφράζω

    Русско-эллинский словарь > обводить

  • 10 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 11 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 12 облезть

    -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. облез
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. μαδώ, -ιέμαι, αποτριχώνομαι, ξεμαλλιάζομαι• πτερορροώ, αποπτιλώ, ξεπουπουλιάζομαι.
    2. αποσπώμαι, ξεκολλώ, πέφτω (για χρώμα, σοβά κ.τ.τ.).
    -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. -облез, -ла, -ло
    ρ.σ.μ. περιέρπω, κάνω το γύρο έρποντας.

    Большой русско-греческий словарь > облезть

  • 13 оборотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, γυρίζω, στρέφω. || τρέπω, δίνω τροπή, κατεύθυνση.
    2. (για παραμύθια, μαγείες) μεταμορφώνω• μετατρέπω, μεταβάλλω.
    1. γυρίζω, στρίβω.
    2. βλ. обратиться (3 σημ.).
    3. (στα παραμύθια, μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο-νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι.
    4. κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο.

    Большой русско-греческий словарь > оборотить

  • 14 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

См. также в других словарях:

  • απογυρίζω — (Μ ἀπογυρίζω) νεοελλ. 1. κάνω γύρο, βόλτα 2. μιλώ με κυκλογυρίσματα, με περιστροφές μσν. 1. ξαναγυρίζω, επιστρέφω 2. περιστρέφομαι, περιφέρομαι …   Dictionary of Greek

  • κυκλοδρομώ — περπατώ σχηματίζοντας κύκλους, κάνω γύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + δρομώ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. παγο δρομώ, σταδιο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • γκινιόλ — 1. ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο τού Γκινιόλ 2. θέατρο στο οποίο εμφανίζεται αυτό το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guignol, όνομα μεταξουργού από τη Λυόν, απ όπου και η ονομασία τού κύριου προσώπου τών γαλλικών μαριονετών και συνεκδοχικά και το… …   Dictionary of Greek

  • μπάζα — (I) η 1. κέρδος, ιδίως αθέμιτο 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτιά που κερδίζει κανείς σε έναν γύρο σε ορισμένα παιχνίδια με την τράπουλα, χαρτωσιά («πήρα πέντε μπάζες») 3. φρ. α) «δεν πιάνω μπάζα (μπροστά του)» δεν αξίζω τίποτε (σε σύγκριση με αυτόν) β) …   Dictionary of Greek

  • εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»